- γραμματεύω
- αμετ.1) секретарствовать; 2) временно исполнять обязанности высшего чиновника или государственного секретаря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματεύω — to be secretary pres subj act 1st sg γραμματεύω to be secretary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύω — (AM γραμματεύω) [γραμματεύς] 1. είμαι γραμματέας 2. εκτελώ χρέη γραμματέα … Dictionary of Greek
γραμματεύω — γραμμάτευσα, είμαι γραμματέας ή ασκώ καθήκοντα γραμματέα: Στη συνέλευση κανείς δε δέχτηκε να γραμματεύσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματεύοντα — γραμματεύω to be secretary pres part act neut nom/voc/acc pl γραμματεύω to be secretary pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματευκέναι — γραμματεύω to be secretary perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματευκόσι — γραμματεύω to be secretary perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματευκώς — γραμματεύω to be secretary perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεῦσαι — γραμματεύω to be secretary aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύειν — γραμματεύω to be secretary pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύων — γραμματεύω to be secretary pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύωσιν — γραμματεύω to be secretary pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)